Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρυφακτόω
δυάς
δυάω
δυερός
δύη
δυηπαθής
δυηπαθίη
δυήπαθος
δῦθι
δυθμαί
δῡ́μεναι
δύναμαι
δυναμικός
δύναμις
δύνασις
δυναστείᾱ
δυναστευτικός
View word page
δυηπαθίη
δυηπαθίηηςIon.f painful sufferingAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυηπαθίη
Headword (normalized):
δυηπαθίη
Headword (normalized/stripped):
δυηπαθιη
IDX:
10021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10022
Key:
δυηπαθίη

Data

{'headword_display': '<b>δυηπαθίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυηπαθίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS></HG> <nS1><Tr>painful suffering</Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυηπαθίη'}