Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρῡμός
δρυογόνος
δρυοτομίᾱ
δρυοτομική
δρύοχα
δρύοχοι
δρύοψ
δρυπεπής
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρυφακτόω
δυάς
δυάω
δυερός
δύη
δυηπαθής
δυηπαθίη
δυήπαθος
δῦθι
View word page
δρυ-τόμος
δρυτόμοςουmτέμνω woodcutterIl. Theoc.

ShortDef

a wood-cutter

Debugging

Headword:
δρυτόμος
Headword (normalized):
δρυτόμος
Headword (normalized/stripped):
δρυτομος
IDX:
10013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10014
Key:
δρυτόμος

Data

{'headword_display': '<b>δρυ-τόμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δρυ<hyph/>τόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τέμνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>woodcutter</Tr><Au>Il. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δρυτόμος'}