Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δροσώδης
δρυάς
δρύινος
δρυκολάπτης
δρῡμός
δρυογόνος
δρυοτομίᾱ
δρυοτομική
δρύοχα
δρύοχοι
δρύοψ
δρυπεπής
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρυφακτόω
δυάς
δυάω
δυερός
δύη
View word page
δρύοψ
δρύοψοποςm woodpeckerAr.

ShortDef

Dryops
woodpecker

Debugging

Headword:
δρύοψ
Headword (normalized):
δρύοψ
Headword (normalized/stripped):
δρυοψ
IDX:
10009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10010
Key:
δρύοψ

Data

{'headword_display': '<b>δρύοψ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δρύοψ</HL><Infl>οπος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>woodpecker</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δρύοψ'}