Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
δροσώδης
δρυάς
δρύινος
δρυκολάπτης
δρῡμός
δρυογόνος
δρυοτομίᾱ
δρυοτομική
δρύοχα
δρύοχοι
δρύοψ
δρυπεπής
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρυφακτόω
δυάς
View word page
δρυοτομική
δρυοτομικήῆςf art of tree-fellingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρυοτομική
Headword (normalized):
δρυοτομική
Headword (normalized/stripped):
δρυοτομικη
IDX:
10006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10007
Key:
δρυοτομική

Data

{'headword_display': '<b>δρυοτομική</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δρυοτομική</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>art of tree-felling</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δρυοτομική'}