Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δροσίζομαι
δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
δροσώδης
δρυάς
δρύινος
δρυκολάπτης
δρῡμός
δρυογόνος
δρυοτομίᾱ
δρυοτομική
δρύοχα
δρύοχοι
δρύοψ
δρυπεπής
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
δρυφακτόω
View word page
δρυοτομίᾱ
δρυοτομίᾱᾱςfτέμνω tree-fellingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δρυοτομίᾱ
Headword (normalized):
δρυοτομίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δρυοτομια
IDX:
10005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10006
Key:
δρυοτομίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δρυοτομίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δρυοτομίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τέμνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>tree-felling</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δρυοτομίᾱ'}