Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δροσερός
δροσίζομαι
δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
δροσώδης
δρυάς
δρύινος
δρυκολάπτης
δρῡμός
δρυογόνος
δρυοτομίᾱ
δρυοτομική
δρύοχα
δρύοχοι
δρύοψ
δρυπεπής
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρύφακτος
View word page
δρυο-γόνος
δρυογόνοςονadjδρῦςγίγνομαι of mountainsoak-producingAr.

ShortDef

oak-grown

Debugging

Headword:
δρυογόνος
Headword (normalized):
δρυογόνος
Headword (normalized/stripped):
δρυογονος
IDX:
10004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10005
Key:
δρυογόνος

Data

{'headword_display': '<b>δρυο-γόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δρυο<hyph/>γόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δρῦς</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of mountains</Indic><Tr>oak-producing</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δρυογόνος'}