Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δρόμημα
δρομικός
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρόπωσι
δροσερός
δροσίζομαι
δροσοβόλος
δροσόεις
δρόσος
δροσώδης
δρυάς
δρύινος
δρυκολάπτης
δρῡμός
δρυογόνος
δρυοτομίᾱ
δρυοτομική
δρύοχα
δρύοχοι
δρύοψ
View word page
δροσώδης
δροσώδηςεςadjof a jet of waterdew-likeas freshclear as dewE.

ShortDef

like dew, moist

Debugging

Headword:
δροσώδης
Headword (normalized):
δροσώδης
Headword (normalized/stripped):
δροσωδης
IDX:
9999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10000
Key:
δροσώδης

Data

{'headword_display': '<b>δροσώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δροσώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a jet of water</Indic><Def>dew-like</Def><Tr>as fresh<or/>clear as dew</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δροσώδης'}