Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτικῶς
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολῡ́ω
ἀπολωβάομαι
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλιᾱ́
ἀπομαίνομαι
ἀπομακτέον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνομαι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτῡ́ρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστῑγόω
View word page
ἀπο-μαίνομαι
ἀπομαίνομαιpass.vbaor.2
ἀπεμάνην
recover from mad behaviourMen.

ShortDef

to rave, rage to the uttermost

Debugging

Headword:
ἀπομαίνομαι
Headword (normalized):
ἀπομαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απομαινομαι
IDX:
99
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-100
Key:
ἀπομαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-μαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>μαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>ἀπεμάνην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>recover from mad behaviour</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπομαίνομαι'}