σπόρθυγγες
σπόρθυγγες αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες, Hsch. σπορθύγγια· τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν, Id.
{
"headword": "σπόρθυγγες",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n96072",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "spo/rqugges",
"type": "gloss"
}