σηνίκη
σηνίκη ἄτροχος ἅμαξα, καὶ τὸ τετράπουν ζῷον, σαύρᾳ παραπλήσιον. καὶ ζῷον πολύπουν, ὅμοιον τοῖς κατοικιδίοις ὄνοις, Hsch. σηνοῦροι· ταῖς οὐραῖς σαίνοντες, Id.
{
"headword": "σηνίκη",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n93832",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "shni/kh",
"type": "gloss"
}