σειρομάστης
σειρομάστης, v. σιρομάστης. σειρόν· τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον ( Sicyonian), Hsch.; cf. ζειρά. σειρός, v. σιρός.
{
"headword": "σειρομάστης",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n93573",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "seiroma/sths",
"type": "main"
}