σάρπους
σάρπους κιβωτούς, Βιθυνοὶ δὲ ξυλίνους οἰκίας, Hsch.; cf. σάρπη. σαρρυφθεῖν· μωραίνειν, Id. σάρσαι· ἅμαξαι, Id. σαρσίτει· χορὸς πρὸς μύλον ποιούμενος τὴν χορείαν, Id.
{
"headword": "σάρπους",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n93396",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "sa/rpous",
"type": "gloss"
}