πρόωφος
πρόωφος πρόσκοπος, Hsch. προωχὴς ἵππος· ὁ ἐκ τῶν ὄπισθεν μετέωρος καὶ τῷ ἀναστήματι καὶ τῇ ἱππασίᾳ, Id. πρύανος· νέος, Id.
{
"headword": "πρόωφος",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n90829",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "pro/wfos",
"type": "gloss"
}