ὄες
ὄες κώδια, Hsch. ὄεσσι, Ep. dat. pl. of ὄϊς, οἶς (q. v.). ὀέσχαι· μηλωταί, βαῖται, ἤγουν δερμάτιναι, Id. ὀέτεας παρὰ τοῖς βαρβάροις, ὁ καλλίθριξ, Id. (v. οἰέτεας, and cf. ἀετέα, αὐετῆ, ὐετής, Id.).
{
"headword": "ὄες",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n72130",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "o)/es",
"type": "gloss"
}