μοττίας
μοττίας ᾧ στρέφουσι τῶν ῥυτήρων τὸν ἄξονα, Hsch. μοττοῖ· τιτρώσκει, ταράττει, Id. μοττοφαγία, a sacrifice in Cyprus, Id. μόττυες· οἱ ἔκλυτοι καὶ παρειμένοι, Id. μοττωνῆσαι· τῇ πτέρνῃ τύψαι, Id.
{
"headword": "μοττίας",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n68851",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "motti/as",
"type": "gloss"
}