μεσσοικέται
μεσσοικέται μέτοικοι, ἢ οἱ τὰς λαγόνας οἰκοῦντες, Hsch. μέσ<σ>οπα· ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον, Id.; cf. μέσαβον. μεσσο-παγής, μεσσο-παλής, v. μεσοπ-.
{ "headword": "μεσσοικέται", "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n66552", "citations": [], "senses": [], "key": "mes<s>oike/tai", "type": "gloss" }