λυκίσκος
λυκίσκος ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος, Hsch. λῠκοβᾰτίας δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι, Id. (post λυκαιχλίας).
{ "headword": "λυκίσκος", "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n64096", "citations": [], "senses": [], "key": "luki/skos", "type": "gloss" }