λοίσθωνας
λοίσθωνας τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Hsch.: cf. λοισθώνη· ἡ θρασεῖα, Suid. λοιτεύειν· θάπτειν, and λοίτη· τάφος, Hsch.
{
"headword": "λοίσθωνας",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n63851",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "loi/sqwnas",
"type": "gloss"
}