λειρώς
λειρώς ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός. καὶ ληρίας λέγουσι κύνας, τὰς κατισχνωμένας καὶ ἀποβαλούσας τρίχας. ἢ τὸν μικρὸν λαγών, Hsch.
{ "headword": "λειρώς", "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n62282", "citations": [], "senses": [], "key": "leirw/s", "type": "gloss" }