ἀναβαλλαγόρας
ἀναβαλλαγόρας φάρμακόν τι καὶ λίθος ἐν Σάμῳ, Hsch. ἀναβαλλίδες· ταινίαι ἢ σφαῖραι, EM 95.43, cf. Hdn.Gr. 1.91.
{
"headword": "ἀναβαλλαγόρας",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n6226",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "a)naballago/ras",
"type": "gloss"
}