λειοκόνιτος
λειοκόνιτος ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, Hsch.; cf. λεωκόνιτος.
{ "headword": "λειοκόνιτος", "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n62247", "citations": [], "senses": [], "key": "leioko/nitos", "type": "gloss" }