λαΐς
λαΐς, Dor. for ληΐς. λαισαινοφόρος· ὁπλοφόρος, Hsch. λαισάς· ἡ παχεῖα ἐξωμίς, Id. λαίσασθαι· κτήσασθαι, Id. ( Dor. for ληΐσασθαι).
{
"headword": "λαΐς",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n61680a",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "lai+/s",
"type": "gloss"
}