λαγάσσαι
λαγάσσαι ἀφεῖναι, Hsch. (cf. λαγαίω). λαγβατόν· ἀνατετραμμένον, οἱ δὲ λάγαν ἐμβάλλοντες, Id. λάγγα· ἡ τῇ τροφῇ διδομένη μερίς, Id.
{
"headword": "λαγάσσαι",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n61500",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "laga/ssai",
"type": "gloss"
}