κρολίαζε
κρολίαζε πλησίαζε θᾶττον, Hsch. ( Lydian). κρόμβος· ὁ κόνδυλος, καὶ ὁ καπυρός, Id.: Sup. - ότατον· καπυρώτατον, κατακεκονδυλωμένον, Id.
{ "headword": "κρολίαζε", "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n60109", "citations": [], "senses": [], "key": "kroli/aze", "type": "gloss" }