κεκάλακας
κεκάλακας καλὴ γέγονας, ἢ ἐκάλεσας, Hsch. κεκαλμένον· ἐπὶ γῆς ἐκπεπτωκός, Id. κέκασμαι, κεκασμένος, κέκαστο, v. καίνυμαι.
{
"headword": "κεκάλακας",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n56414",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "keka/lakas",
"type": "gloss"
}