κατατίθημι
κατατίθημι, fut. - θήσω: Hom. freq. uses the Ep. aor. forms, Act. κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, inf. κατθέμεν ( Dor. κατθέμειν prob. in Epich. 71, Aeol. κά(θ)θηκε Schwyzer 647a ( Naucratis, vi B.C.)), Med. κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι (sg. κάτθετο A.R. 3.867); also καταθείομεν, aor. subj. for καταθῶμεν, Od. 21.264; καταθείομαι, aor. subj. Med. for καταθῶμαι, Il. 22.111, Od. 19.17:—