ἰνύεται
ἰνύεται ( ἰνν- cod.) · κλαίει, ὀδύρεται, Hsch.:—also ἰνύεσθαι· κοσμεῖν, ἱδρύνεσθαι, and ἰνύρετο· ἐμύρετο, Id. ἴνυξ, = ἴυγξ, Id. ἰνφορβίειν, ἰνφορβισμός, v. ἐμφ-.
{ "headword": "ἰνύεται", "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n50533", "citations": [], "senses": [], "key": "i)nu/etai", "type": "main" }