ἄλτο
ἄλτο πολύ, ἐλαφρόν, Hsch. ἀλτὸς καὶ ἀλτρός μισθός, Id. ἄλυγος· ἄνευ μάστιγος, Id. ἀλύδαινος· ὁ κακὸς ἄνεμος, Suid.
{
"headword": "ἄλτο",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n4693",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "a)/lto",
"type": "gloss"
}