ἐξανθίζω
ἐξανθίζω,
deck as with flowers, paint in various colours, γυναῖκες . . αἳ καθήμεθʼ ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43; ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, of a fish, Philem. 79.6; παντοίᾳ κομμωτικῇ . . ἐξηνθισμένη Hld. 7.19; ἐλέφας φοίνικι -ισμένος Max.Tyr. 40.2.