ἔνδρατα
ἔνδρατα τὰ ἐνδερόμενα συν τῇ κεφαλῇ καὶ τοῖς ποσί, Hsch.; cf. ἔνδορα. ἐνδριώνας· δρόμος παρθένων ἐν Λακεδαίμονι, Id. ( ἐν δριῶνας Mein.). ἔνδροια, written for ἔνδρυα ΙΙ, Id.
{
"headword": "ἔνδρατα",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n35293",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "e)/ndrata",
"type": "gloss"
}