διαφθείρω
διαφθείρω, fut. -φθερῶ S. OT 438, etc., Ep. -φθέρσω Il. 13.625: pf. διέφθαρκα E. Med. 226, Pl. Ap. 30d, etc.; also διέφθορα (v. infr. III):— Pass., fut. διαφθᾰρήσομαι Th. 4.37; Ion. διαφθερέομαι Hdt. 8.108, 9.42: 3 pl. plpf. διεφθάρατο Id. 8.90:—