διαπέφλοιδεν
διαπέφλοιδεν διακέχυται, and διαπέφρυδεν· χαίρει, διακέχυται, Hsch. διαπεφρυκέναι· διεσκέφθαι, καὶ καθεωρακέναι, Id.
{ "headword": "διαπέφλοιδεν", "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n25513", "citations": [], "senses": [], "key": "diape/floiden", "type": "gloss" }