δαῖμα
δαῖμα σπιθαμήν, καὶ τὸ ἔγκωλον τοῦ σχοινίου, στήμονα δὲ (i. e. δίασμα) Ταραντῖνοι, Hsch. δαιμοδία· ἡ τῶν ἀρίστων ἐπιβολή, Id. δαιμοί· οἱ καταδικασθέντες τὰς οὐσίας εἰς βασιλέως, Id.
{
"headword": "δαῖμα",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n23221",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "dai=ma",
"type": "gloss"
}