βορθαγορίσκεα
βορθαγορίσκεα τὰ χοίρεια κρέα: and βορθαγορίσκοι· μικροὶ χοῖροι ( Lacon.), Hsch.; cf. ὀρθαγορίσκος.
{
"headword": "βορθαγορίσκεα",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n20384",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "borqagori/skea",
"type": "gloss"
}