βεβράδα
βεβράδα ἀθερίνην, Hsch. βεβράξαντα· συντόνως κεκραγότα, Id. βέβρηκες· τὸ ἔνδον τῶν σιαγόνων μέρος, Id. βέβροξ· ἀγαθός, χρηστός, καλός, Id.
{
"headword": "βεβράδα",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n19742",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "bebra/da",
"type": "gloss"
}