ἀεσίμαινα
            
          
          ἀεσίμαινα ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινομένη, θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον, Hsch. ἄεσις· πόνος, βλάβη, Hsch., EM 20.48.
          {
  "headword": "ἀεσίμαινα",
  "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n1779",
  "citations": [],
  "senses": [],
  "key": "a)esi/maina",
  "type": "gloss"
}