ἀστιάγγας
            
          
          ἀστιάγγας τὰς ὑποφυλλίδας τῶν βοτρύων, οἱ δὲ ἀκτῖνος αὐγάς, ἔνιοι ἄστριγγας, καὶ ἄστριγας ἄλλοι, EM 159.38; cf. ἄστιγγας· αἶγας, ἢ ἄστριγγας, Hsch. (Cf. ἄστλιγξ, ὄστλιγξ.)
          {
  "headword": "ἀστιάγγας",
  "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n16532",
  "citations": [],
  "senses": [],
  "key": "a)stia/ggas",
  "type": "gloss"
}