φουάδδει
φουάδδει σωμασκεῖ, Hsch.; also φούαξιρ ( -αέξιερ cod.) · ἡ ἐπὶ τῆς χώρας (fort. Ὀρθίας) σωμασκία τῶν μελλόντων μαστιγοῦσθαι. Id. φοῦαι· ἀλώπεκες, Id.
{
"headword": "φουάδδει",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n112184",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "foua/ddei",
"type": "gloss"
}