τριτοπηλίς
τριτοπηλίς σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι, Hsch. (v. τρόπαλις).
{
"headword": "τριτοπηλίς",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n105343",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "tritophli/s",
"type": "gloss"
}