τριτοκούρη
τριτοκούρη ᾗ πάντα συντετέλεσται τὰ εἰς γάμους· τινὲς δὲ γνησία παρθένος, Hsch.; cf. τρητοκουρήτας.
{ "headword": "τριτοκούρη", "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n105335", "citations": [], "senses": [], "key": "tritokou/rh", "type": "gloss" }