τρίκουρος
τρίκουρος ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ[αθ]αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ[αθ]αρμένος, Hsch.
{ "headword": "τρίκουρος", "urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:lsj-n105003", "citations": [], "senses": [], "key": "tri/kouros", "type": "gloss" }