ἀποκλείω
ἀποκλείω
[κλείω, κλείσω, ἔκλεισα, κέκλεικα, κέκλειμαι, ἐκλείσθην, shut], shut off, cut off.
{
"headword": "ἀποκλείω",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:anabasis-mather-283",
"definition": "ἀποκλείω\n[κλείω, κλείσω, ἔκλεισα, κέκλεικα, κέκλειμαι, ἐκλείσθην, shut], shut off, cut off.",
"key": "a)poklei/w",
"type": "textpart"
}