στρατοπεδεύω
στρατοπεδεύω
usually mid., στρατοπεδεύομαι, ἐστρατοπεδευσάμην, ἐστρατοπέδευμαι [στρατόπεδον], encamp,; be encamped.
{
"headword": "στρατοπεδεύω",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.v1:anabasis-mather-2196",
"definition": "στρατοπεδεύω\nusually mid., στρατοπεδεύομαι, ἐστρατοπεδευσάμην, ἐστρατοπέδευμαι [στρατόπεδον], encamp,; be encamped.",
"key": "stratopedeu/w",
"type": "textpart"
}