Ὁμόλη
Ὁμόλη, Ὁμολώια test. Σ, Theocrit, 7. 103a, Ὁμόλη δὲ Θετταλίας ὄρος, ὡς Ἔφορος καὶ Ἀριστόδημος ὁ Θηβαῖος, ἐν οἷς ἱστορεῖ περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Ὁμολωίων, καὶ Πίνδαρος ἐν τοῖς ὑπορχήμασιν fr. 113.
{
"headword": "Ὁμόλη",
"urn": "urn:cite2:scaife-viewer:dictionaries.atlas_v1:pindar-slater-n3566",
"citations": [],
"senses": [],
"key": "*(omo/lh",
"orig_orth": "Ὁμόλη"
}