Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Hompers)

Φαιστός-1
Φαῖστος-2
Φάλκης
Φᾶρις
Φάρος
Φαυσιάδης
Φεαί
Φειά
Φείδας
Φείδιππος
Φείδων
Φενεός
Φεραί
Φέρεκλος
Φέρης-1
Φέρουσα
Φηγεύς
Φήμιος
Φηραί-1
Φηραί-2
Φῆρες.-2
View word page
Φείδων
Pheidon

ShortDef

an oil-can with a narrow neck, that lets only a little run out

Debugging

Headword:
Φείδων
Headword (normalized):
φείδων
Headword (normalized/stripped):
φειδων
IDX:
1507
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:2.6086
Key:

Data

{'content': 'Pheidon'}