Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Hompers)

Μενέσθιος-1
Μενέσθιος-2
Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
Μέντης-1
Μέντης-2
Μέντωρ-1
Μέντωρ-2
Μένων
Μερμερίδης
Μέρμερος
Μέροψ
Μεσαύλιος
Μέσθλης
Μέσση
Μεσσηΐς
Μεσσήνη
Μεσσήνιοι
Μηδεσικάστη
Μηθώνη
Μηκιστεύς-1
View word page
Μέρμερος
Mermerus

ShortDef

causing anxiety, mischievous, baneful
Mermerus

Debugging

Headword:
Μέρμερος
Headword (normalized):
μέρμερος
Headword (normalized/stripped):
μερμερος
IDX:
993
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:2.4029
Key:

Data

{'content': 'Mermerus'}