Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀοιδή
ἀοιδιάω
ἀοίδιμος
ἀοιδός
ἀολλής
ἀολλίζω
ἄορ
ἀορτήρ
ἄορτο
ἀοσσητήρ
ἄουτος
ἀπαγγέλλω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαείρω
ἀπαίνυμαι
ἀπαΐσσω
ἀπαιτίζω
ἀπάλαλκον
ἀπάλαμνος
ἀπαλέξω
View word page
ἄουτος

[app. for ἄνουτος = ἀνούτατος.]

Unwounded Il. 18.536.

ShortDef

unwounded, unhurt

Debugging

Headword:
ἄουτος
Headword (normalized):
ἄουτος
Headword (normalized/stripped):
αουτος
IDX:
993
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.994
Key:

Data

{'content': '<p>[app. for ἄνουτος = ἀνούτατος.]</p> <p>Unwounded Il. 18.536.</p>'}