Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄγονος
ἀγοράομαι
ἀγορεύω
ἀγορά
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγός
ἀγοστός
ἄγραυλος
ἀγρέω
ἄγρα
ἄγριος
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
View word page
ἄγραυλος

-ον

[ἀγρός + αὐλή.]

ShortDef

dwelling in the field

Debugging

Headword:
ἄγραυλος
Headword (normalized):
ἄγραυλος
Headword (normalized/stripped):
αγραυλος
IDX:
98
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.99
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἀγρός + αὐλή.]</p>'}