Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγξηραίνω
ἄγονος
ἀγοράομαι
ἀγορεύω
ἀγορά
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγός
ἀγοστός
ἄγραυλος
ἀγρέω
ἄγρα
ἄγριος
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
View word page
ἀγοστός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
the flat of the hand
Debugging
Headword:
ἀγοστός
Headword (normalized):
ἀγοστός
Headword (normalized/stripped):
αγοστος
IDX:
97
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.98
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}