Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὤριστος
ὤρορε
ὦσε
ὦρτο
ὠρχεῦντο
ὠρώρει
ὡς
ὥς
ὦσα
ὠσί
ὠτειλή
ὠτώεις
ωὐτός
ὤφελε
ὤφελλε
ὤφελλε
ᾤχετο
ὠχράω
ὦχρος
View word page
ὠτειλή
-ῆς, ἡ.
ShortDef
a wound
Debugging
Headword:
ὠτειλή
Headword (normalized):
ὠτειλή
Headword (normalized/stripped):
ωτειλη
IDX:
9774
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9775
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ.</p>'}